- Γερακιού
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται ΒΑ της Ιστιαίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ώρος — Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία … Dictionary of Greek
Amaliada — Gemeinde Amaliada (1924–2010) Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) … Deutsch Wikipedia
Kendro — Gemeinde Amaliada Δήμος Αμαλιάδας (Αμαλιάδα) DEC … Deutsch Wikipedia
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
έλανος — ο (Α ἔλανος) γένος αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας τών φαλκονιδών αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος» είδος γερακιού, περδικογέρακο … Dictionary of Greek
αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] … Dictionary of Greek
αισάλων — (aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος… … Dictionary of Greek